μυστικισμός

μυστικισμός
Φιλοσοφικο-θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές θρησκευτικές μορφές δημόσιας λατρείας, ακολουθούσε νέους δρόμους, αναζητώντας τη σωτηρία στα μυστήρια. Από την εξέταση ανάλογων στοιχείων του αρχαίου πολυθεϊστικού πολιτισμού και του νεώτερου χριστιανικού, ο μ. προβάλλει σαν μια αντιορθολογική εξέγερση εναντίον ενός θρησκευτικού συστήματος, διαμορφωμένου σύμφωνα με τη λογική. Οι τρόποι εξέγερσης περιλαμβάνονται στις δυνατότητες που προσφέρουν οι διάφορες θρησκείες, για να καταστήσουν θετικά τα χαοτικά στοιχεία (και κατά συνέπεια αρνητικά) τα κοσμικά - του σύμπαντος δηλαδή - στοιχεία που χαρακτηρίζουν διαλεκτικά τις ιδιαίτερες διαμορφώσεις. Στην αρχαία Ελλάδα μια ανυπέρβλητη διαχωριστική γραμμή χώριζε τους αθάνατους θεούς από τους θνητούς ανθρώπους. Ο δελφικός χρησμός συνιστούσε στον άνθρωπο να στέκεται μέσα στα όριά του, θέλοντας να του υποδείξει την ευθεία οδό που όριζε μια πατροπαράδοτη ηθικο-θρησκευτική άποψη. Ο άνθρωπος που ζητούσε να ξεπεράσει τα όρια αυτά ήταν ένοχος ύβρεως (αυθάδειας, αλαζονείας) και η ύβρις ήταν αιτία της απώλειας που εκδηλωνόταν ως μανία (άτη = σύγχυση φρενών). Ύβρις και άτη, εκφράσεις του χαοτικού στο παραδοσιακό θρησκευτικό σύστημα, έγιναν και οι δυο θετικές μορφές του ελληνικού μ. Έτσι, κατέληξαν να διακηρύσσουν σε τελετουργικούς τύπους «Είμαι όμοιος με Θεό» ή και να ταυτίζονται με τον λατρευόμενο θεό, ξεπερνώντας όλα τα όρια της κατάστασης του θνητού. Κι έτσι οι εκδηλώσεις μανίας (άτης) πήραν τελετουργική μορφή σε οργιαστικές πρακτικές, στις οποίες οι μετέχοντες μπορούσαν και επίσημα να αποκαλούνται «μαινόμενοι» (π.χ. οι μαινάδες, οπαδοί της διονυσιακής λατρείας). Στην Ινδία, μια σημαντική μορφή μ. προσφέρει η «απάρνηση», που αποτελεί την τελευταία βαθμίδα της βραχμανικής μύησης, με την οποία το άτομο απαρνείται όλα τα προνόμια κάστας και βαθμών, σε μια κοινωνία, που, συμμορφούμενη με την απόλυτη τάξη, αρνιέται τη δυνατότητα ανάπτυξης του ατόμου που είναι ενταγμένο σ’ αυτήν από τη γέννηση του, όπως ένα οποιοδήποτε φυσικό αντικείμενο. Ο απαρνούμενος (σαννυάσι) γίνεται με τον τρόπο αυτόν ένας μυημένος στην απόλυτη «αταξία». Μια νέα τάξη θα βρει μέσα του με την άσκηση (γιόγκα). Εκτός όμως από τις δυνατότητες αυτές που προσφέρει ο ινδουισμός, ο οποίος από την άποψη αυτή ορίζεται ως η «θρησκεία της κάστας και της απάρνησης» (Λουί Ντιμόν), στην Ινδία πρέπει να ληφθούν υπόψη και θρησκευτικές ομάδες, που έχουν αποσπαστεί από τον καθαυτό ινδουισμό ύστερα από μια μυστικιστική επανάσταση. Στον ταντρισμό, π.χ., παρατηρείται μια τυπική ανατροπή αξιών: εφαρμόζεται η άσκηση (γιόγκα) της απόλαυσης (μπόγκα), ενώ κατά την παράδοση η ασκητική γιόγκα είναι ακριβώς το αντίθετο της εγκόσμιας απόλαυσης. Υπάρχουν επίσης οι διάφορες αιρέσεις, που, καθορίζοντας μια σχέση αφοσίωσης του ατόμου σε έναν προσωπικό θεό (π.χ. στον Κρίσνα), εξεγείρονται κατά της παράδοσης, με το να αρνιούνται τους άλλους θεούς ή με το να μην αναγνωρίζουν την ιερότητα τους. Και ο χριστιανικός όμως μ. βασίζεται στην απάρνηση της εγκόσμιας τάξης· στην πράξη, η άρνηση αυτή μπορεί να εμφανιστεί ως μια πτώση στο «χαοτικό»· αυτή θα ήταν η πρώτη φάση της μυστικιστικής ανάπτυξης, εκείνη που ο μεγάλος μυστικιστής της Δυτικής Εκκλησίας Ιωάννης του Σταυρού ονόμασε «νύχτα των αισθήσεων». Ύστερα από την εκμηδένιση αυτή, η άσκηση οδηγεί κατευθείαν στον Θεό. Ο ισλαμικός μ. αντιπροσωπεύεται κυρίως από τους σούφι, οι οποίοι, στην εκστατική τους κατάσταση, αισθάνονται «χαμένοι στη θάλασσα της ενότητας σαν ένα κύμα» και νιώθουν ότι είναι αχώριστοι. Η πρακτική της έκστασης απαντάται σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, ακόμα και σ’ εκείνες που βρίσκονται στην πρωτόγονη στάθμη, αλλά επειδή η έκσταση ανήκει στη φαινομενολογία του μ., είναι ανάγκη να προηγηθεί απ’ αυτήν μια εκλογή τρόπου ζωής, που να περιλαμβάνει την απάρνηση της κατεστημένης τάξης. Λειψανοθήκη από ελεφαντόδοντο του 4ου αι., με φανερή τάση του άγνωστου καλλιτέχνη προς τον μυστικισμό? εικονίζονται οι ιστορίες του Ιωνά, της Σωσάννης και του Δαβίδ και, στο κεντρικό τμήμα, ο Ιησούς μεταξύ των ραβίνων. Μυστικιστής Βραχμάνος καλόγερος κατά τη διάρκεια της προσευχής? στην κάστα των Βραχμάνων έχει ανατεθεί το λειτουργικό της διαποτισμένης μυστικισμό θρησκείας.
* * *
ο
1. τήρηση μυστικότητας, απόλυτη εχεμύθεια
2. τάση προς καθετί το μυστηριώδες, μυστικοπάθεια
3. (φιλοσ.) φιλοσοφικό σύστημα και θρησκευτικό δόγμα κατά το οποίο ο άνθρωπος αποκτά τη γνώση τού θείου και την τελειότητα με έντονη ενατένιση που φθάνει ώς την έκσταση και ενώνει έτσι τον άνθρωπο με το θείο κατά μυστηριώδη τρόπο
4. η πνευματική διάθεση να πιστεύει κανείς στην ύπαρξη και τη δράση απόκρυφων υπερφυσικών δυνάμεων που διέπουν τον κόσμο και τα ανθρώπινα
5. περιληπτική ονομασία τών μεταφυσικών και θεολογικών δοξασιών που βασίζονται στην παραδοχή απόκρυφων δυνάμεων οι οποίες ενεργούν πάνω στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mystic-isme (< μυστικός + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυστικισμός — ο (φιλοσ.), φιλοσοφική και θρησκευτική θεωρία η οποία διδάσκει ότι η τελειότητα είναι ένα είδος έκστασης που ενώνει με τρόπο μυστηριώδη τον άνθρωπο με το θείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

  • σουφισμός — Ο ισλαμισμός «μυστικισμός» (από την αραβική λέξη σουφ=μαλλί), επειδή οι πρώτοι μουσουλμάνοι ασκητές φορούσαν ενδυμασία από χοντρό μάλλινο ύφασμα). Το σημαντικότερο κέντρο των ισλαμικών ασκητομυστικιστικών τάσεων υπήρξε το Ιράκ και ιδιαίτερα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”